- διδασκόμενοι
- διδάσκωinstructpres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
наоучаѥмъ — (7) прич. страд. наст. к наѹчати. 1.В 1 знач.: писаниѥмь хытрѣише бо себе сами и съмысльнѣише бываѥмъ отъ того въпрошени˫а. многыимъ ихъже не вѣмъ наѹчаѥми (διδασκόμενοι) КЕ XII, 178а; наѹчаѥмъ || ѿ закѡна. ѹповаѥши же собою. вѡжь быти слѣпыхъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek